(τοῦ στρατοῦ Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επάγερσις — ἐπάγερσις, η (Α) [επαγείρω] συγκέντρωση, συνάθροιση στρατού εναντίον εχθρού («Ξέρξης τοῡ στρατοῡ οὕτω ἐπάγερσιν ποιέεται», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
ἐπάγερσιν — ἐπάγερσις mustering fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)